Νωρίς μεσημέρι Τετάρτης στην ασφυκτικά γεμάτη στάση μπροστά στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη στην παλιά Βουλή, τα λεωφορεία και τα τρόλεϋ, το ένα πίσω από το άλλο πίεζαν επί ματαίω με τον όγκο τους την αυτοκινητοπομπή. Το αποτέλεσμα ελάχιστο. Τάχυνα το βήμα μου προσπερνώντας το γωνιακό κατάστημα του Ζολώτα και πιο κάτω άφησα πίσω μου το παλιό φαρμακείο του Λήτου, αφού ο σκοπός της επισκέψεώς μου στο κέντρο ήταν καθαρά επαγγελματικός και δεν είχα πολύ χρόνο για χάζεμα.
«Μπράβο που διαβάζεις, πραγματικά συγχαρητήρια» ήταν το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα όταν, μιλώντας στο κινητό μου, το βλέμμα μου συνάντησε έναν νεαρό -μάλλον- άνδρα, που καθισμένος πάνω σε ένα καφάσι διάβαζε, αδιαφορώντας για τους περαστικούς. Κι αυτοί αδιαφορούσαν για εκείνον. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, βρέθηκα ακριβώς μπροστά του και χωρίς να το σκεφτώ δεύτερη φορά, η σκέψη μου έγινε ήχος και προσθέτοντας κάπου εκεί ανάμεσα κι ένα «κύριε» του απηύθυνα τον λόγο. Ο κύριος με το βιβλίο μπροστά μου, ανήκε στην τάξη εκείνων των ανθρώπων που ο πολιτισμένος κόσμος επιμελώς αποφεύγει, περίπου 40 χρόνων, με σκαμμένο πρόσωπο, μελαχρινός, λίγο κυρτός και χωρίς εκείνη την υπερβολικά έντονη και απωθητική οσμή των ανθρώπων του δρόμου, είχε καταλύσει στην εσοχή που οι αρχιτέκτονες του κτηρίου με τον αριθμό 26, είχαν τοποθετήσει την είσοδο, κι έτσι η ζωή του αριστερά -όπως ανεβαίνουμε- πεζοδρομίου της οδού Σταδίου, στο σημείο που δημιουργείται κάθετη γωνία με το περί ου ο λόγος σύγχρονο γυάλινο κτήριο, περίπου στο ύψος της στοάς Κοραή, είχε, τρόπον τινά, διανθιστεί από την προσωρινή κατάληψη του νοικάρη. Ουδέν, βέβαια, μονιμότερον του προσωρινού, συνηθίζει να λέει ο λαός μας που στ’ αυτιά μου ηχεί με την φωνή του πατέρα μου. Σηκώνοντας το κεφάλι του αποσβολωμένος, με κοίταξε πάνω από τις σελίδες του βιβλίου του με κάποια απορία μαζί και με χαρά, αρχικά από τον χαμηλόφωνο έπαινο που τον αφορούσε, και ύστερα από το άκουσμα των κερμάτων που έπεσαν στο αυτοσχέδιο παγκάρι του.
«Φχαριστώ, φχαριστώ πολύ. Διαβάζεις κι εσύ;» αποκρίθηκε άμεσα και αδύναμα, με τόνο φωνής ίδιον με το πεζοδρόμιο στο οποίο είχε καταλύσει, χωρίς διακυμάνσεις και χωρίς καλή άρθρωση που υπογράμμιζε την κούραση, τις κακουχίες και το τέλμα στο οποίο είχε περιέλθει μετά από τόσα -ποίος ξέρει πόσα- χρόνια.
«Ναι διαβάζω. Όσο μπορώ, μ’αρέσει.» ανταπάντησα με χαμόγελο. Ο κύριος, λες και αυτό περίμενε όλη του την ζωή τινάχτηκε
«Να σου δείξω! Κοίτα εδώ τι έχω» και το βλέμμα του τεμαχίζοντας τον αέρα καρφώθηκε στα σκεπάσματα, καθώς το χέρι του σήκωνε την κουβέρτα. Μια ντάνα από βιβλία εμφανίστηκε και κοιτάζοντάς με γεμάτη καμάρι, κι αυτή και ο κάτοχός της, μου θύμισαν και οι δύο τα παιδικά μου χρόνια. Κάπως έτσι κάναμε με τον αδερφό μου όταν όλο περηφάνια αποκαλύπταμε την μυστική συλλογή μας από τα κάθε λογής παιχνίδια στα ξαδέρφια και τους φίλους μας που έρχονταν για να παίξουμε. Αλλά μήπως μόνο εμείς; Η ανθρωπότητα όλη ζει για να επιδεικνύει τους κρυφούς θησαυρούς της, για να δημιουργεί το αίσθημα της έκπληξης και της μυστικότητας. Και από γενιά σε γενιά, από άνθρωπο σε άνθρωπο, από τον ίδιο μας τον εαυτό στον ίδιο μας τον εαυτό η κατοχή ενός κάποιου -ίσως ακόμα και κοινού- μυστικού θέλγει την ύπαρξή μας και τρέφει την ιερότητα της σύμπραξης, της συμμετοχής. «Έλα να δεις, έλα να σου δείξω, το μυστικό μου, τα παιχνίδια μου, οι γνώσεις μου, το μέρος που αγαπώ να βρίσκομαι μόνος μου..»
«Τα έχω διαβάσει όλα» μου ανήγγειλε με γλώσσα που κροτάλισε από ευδαιμονία. Ο επευφημιών εαυτός μου μεγεθύνθηκε, κάτι που έδωσε στο συνομιλητή μου πλεονάζουσα όρεξη και ζωή. «Τα κόκκινα φανάρια, το έχεις διαβάσει;» με ρώτησε «Έχει γίνει και ταινία. Εδώ το έχω κάτσε να το βρω» η άρθρωσή του μεταλλάχτηκε. «Δεν χρειάζεται να το βρείτε, μην μπαίνετε στον κόπο, και πάλι μπράβο σας» έκανα δύο βήματα για να φύγω «Τι ωραίο βιβλίο, περίμενε περίμενε!» και μονομιάς πήρε βαθιά ανάσα και βούτηξε μέσα στα σκεπάσματα στο σημείο που έκρυβε τον μυστικό θησαυρό του. Λίγα δευτερόλεπτα πιο μετά είδα το χέρι του να ξεπηδάει από μέσα κρατώντας ένα ροζ βιβλίο και κατόπιν ακολούθησε ο ίδιος, πρώτα το κεφάλι του και μετά ολόκληρος, γεμάτος από την κορφή μέχρι τα νύχια με γράμματα. Δεν τα τίναξε από πάνω του παρά μου έδειξε τα δόντια του. «Πάρε αυτό, να το διαβάσεις, είναι το αγαπημένο μου»
Κάθισα στην στενή πολυθρόνα και άναψα το φως δίπλα μου. Στο πάτημα του διακόπτη η υδρόγειος πάνω στο παλιό κομοδίνο φωτίστηκε και μαζί φώτισε μερικώς και το δωμάτιο. Το βιβλίο που βρισκόταν ακόμα στην εξωτερική θήκη της τσάντας, αφού δεν είχα τολμήσει να το πάρω στα χέρια μου, χτυπούσε ρυθμικά στην σκέψη μου. Έβγαλα τα παπούτσια και άπλωσα τα πόδια μου κοιτάζοντας στην απέναντι ταράτσα. Μια κυρία μάζευε τα ρούχα που είχε απλώσει στο σχοινί κάνοντας ακριβώς την ίδια κίνηση που εκείνη την ώρα έκανε και ο ήλιος, μαζεύοντας τις ακτίνες του και αφήνοντας την Αθήνα στο φως κάποιου πορτατίφ, το οποίο είχε λες από διάθεση και μόνο, την ζεστασιά της απόχρωσης της υδρογείου μου. Κοίταξα λίγο πιο μακριά. Δεν μπόρεσα να παρασυρθώ από την ανεμελιά της στιγμής αφού ο ήχος του τηλεφώνου επαναπροσδιόρισε την σκέψη μου.
«Έλα τι κάνεις;» η φωνή στην άλλη πλευρά του ακουστικού, οικία, απότομη και ελαφριά, έδινε το στίγμα του ιδιοκτήτη της, ο οποίος πάντα έδινε το εγκάρδιο ενδιαφέρον του για να το πάρει γρήγορα-γρήγορα πίσω, μάλλον φοβούμενος μήπως ο άλλος του κάνει κατάχρηση, το ατιμάσει, το διαφθείρει και τελικά το πετάξει, αφήνοντάς τον χωρίς από αυτό το τόσο πολύτιμο και ραφινάτο συναίσθημα, μου έδωσε χαρά και ηρεμία, αισθήματα κρυμμένα πάντα πίσω από έναν συγκρατημένο τόνο.
«Καλά εσύ;» ρώτησα, την στιγμή που το αριστερά ντουλάπι της κουζίνας έκλεινε και ένα χαμηλό ποτήρι κρασιού που είχε αγοραστεί με αγάπη τον προηγούμενο χειμώνα από τα ΙΚΕΑ, ακουμπούσε στον πάγκο της κουζίνας για να φιλοξενήσει λίγο κρασί.
«Που είσαι;»
«Σπίτι δεν πήρες;» απάντησα λίγο πιο πολύ δεικτικός και ξινός από το γενικώς εύκολα αποδεκτό.
«Ναι ρε παιδί μου.. καλά, ντάξει είσαι; Τίποτα έτσι πήρα να δω τι κάνεις.»
«Εντάξει, όλα καλά.»
«Αν πας στο κέντρο πρόσεξε γιατί έχει επεισόδια»
«Πάλι; Οκ όχι δεν θα κατέβω, το πρωί ήμουν εκεί.» και το μάτι μου έπεσε στην μαύρη δερμάτινη τσάντα που κουβαλούσα από το πρωί.
«Καλά εγώ στο λέω για να το ξέρεις. Μην πας. Άντε θα μιλήσουμε, καληνύχτα.»
«Ευχαριστώ ρε, καληνύχτα» πρόλαβε να ακουστεί η φωνή μου πριν κλείσει η γραμμή, με την γεύση από το λευκό κρασί αμέσως μετά να μεταγγίζεται από το ποτήρι στο έχον την απόλυτη ανάγκη του, στομάχι μου.
Το φερμουάρ της τσάντας δεν ήταν αρκετό για να κρατήσει το δώρο μου μακριά, τραβήχτηκε λοιπόν στην άκρη και δίνοντάς μου την δυνατότητα να αγγίξω αυτό που μέχρι πρότινος ανήκε σχεδόν στον κόσμο των απορριμάτων, ίσως μόλις είχε πράξει το σημαντικότερο πράγμα από την στιγμή της δημιουργίας του. Το βάρος του ροζ βιβλίου άυξησε την τάση των μυών του δεξιού χεριού μου, ίσως λίγο περισσότερο από το φυσιολογικό, αφού το υποσυνείδητό μου μετέβαλε το πραγματικό βάρος του χαρτιού στο βάρος της πράξης του κυρίου της Σταδίου και της σημασίας της. «Robert Fischer – Ο ιππότης με την σκουριασμένη πανοπλία». Ίσως να ήταν και το βάρος της πανοπλίας που έκανε το χέρι μου να νιώσει τόσο βαρύ το βιβλίο. Χαμογέλασα μ’αυτό που σκέφτηκα και το βλέμμα μου ανοίχτηκε ξανά προς την απέναντι ταράτσα. Ο ήλιος και η κυρία φαίνεται πως είχαν συγχρονιστεί απόλυτα, αφού και οι δύο είχαν μαζέψει τα πράγματά τους από τα αδιάκριτα βλέμματα του κόσμου και είχαν αφήσει ο μεν την Αθήνα στην ηρεμία της βραδιάς και η δε τα σχοινιά στην δική τους ηρεμία, χωρίς το βάρος των βρεγμένων ρούχων. Η αλήθεια είναι πως η αμηχανία μου δεν με είχε προσπεράσει ακόμα κάνοντας με να μην μπορώ να πω ξεκάθαρα αν ήθελα να διαβάσω το διήγημα εκείνη την ίδια στιγμή, μονομιάς, όπως πίνουμε ένα ποτήρι κρύο νερό την πιο ζεστή μέρα ή να το αφήσω για πάντα στην άκρη. Προς ώρας μου έφτανε η περίληψη του οπισθόφυλλου. Σίγουρα.
«Σ’ευχαριστώ πολύ. Θα το διαβάσω και θα στο φέρω πίσω» απάντησα.
«Ναι εντάξει» ακούστηκε λίγο χαμένος, για να φωνάξει αμέσως μετά, μόλις γύρισα πλάτη «Όχι, δεν το θέλω, κράτα το»
«Ήθελα πιο πολύ να δείξω πως αυτοί που έχουνε συφέρο από τον πόλεμο, που ζούνε από το αίμα των ανθρώπων, βάζουνε τους άλλους να σκοτώνουνε και να σκοτώνουνται για χατίρι τους. Κάθε χέρι, κάθε πόδι, κάθε μάτι, – κάθε ζωή που χάνεται, είναι χρήμα!»
Κωστής Βάρναλης, Οι φυλακές
Πέντε ποιητικά βήματα πιο κάτω, από αυτά που μόνο οι τιτάνες της μυθολογίας θα μπορούσαν να δρασκελίσουν, η πλατεία Κλαυθμώνος. Σταμάτησα και κοίταξα στο άνοιγμα που δημιουργούσε η ύπαρξή της. Ξεκίνησα ξανά αμήχανος και σαστισμένος. Το γλυπτό της εθνικής συμφιλίωσης έμοιαζε λίγο πιο μεγάλο από το συνηθισμένο, κάνοντάς με να χαμογελάσω μυστικά. Στην απέναντι όχθη της λαοθάλασσας που πλημμύριζε το πλακόστρωτο της εξόδου του μετρό και μπροστά στο γωνιακό νέο-αναγερθέν κτήριο της AlphaBank ήδρευε και εδρεύει κάθε μέρα ένα υπαίθριο κατάστημα κουλουριών. Ο καταστηματάρχης του είχε σχεδόν ξεπουλήσει και το ενός τετραγωνικού επικαθήμενο σε τροχούς κατάστημά του, άδειο πλέον από κουλούρια ίσα-ίσα που φαινόταν από μακριά, αφού οι γυάλινες πλευρές του άφηναν το βλέμμα να τις διαπερνάει ελεύθερα. Κατάφερα να περάσω απέναντι χωρίς να βραχώ.
«Δώσε μου δύο» του παρήγγειλα.
«Τα δύο τα πιο νόστιμα απ’όλα σε περίμεναν από το πρωί, τυχερός.»
Γέλασα. Πλήρωσα το αντίτιμο και έφυγα βιαστικά προς την κατεύθυνση από την οποία μόλις είχα έρθει, προσπερνώντας με λίγο σκυμμένο κεφάλι το εξαιρετικής αισθητικής Grand Hôtel d’Athènes, που οριοθετεί την γωνία της Σταδίου στο ύψος του αριθμού 32 με την Κοραή και που εδώ και πολλά χρόνια έχει σταματήσει να εξυπηρετεί τους περαστικούς της πόλης των Αθηνών, φιλοξενώντας πλέον όχι φυσικά αλλά νομικά πρόσωπα. Οι ενδυματολογικές επιλογές της επιχείρησης «Ζαρα» είναι ο τελευταίος φιλοξενούμενος του κτηρίου και μαζί του, οι τάσεις ρουχισμού ενός μεγάλου αριθμού Αθηναίων. Μια αρμαθιά από τσάντες ξεπρόβαλε βιαστικά από μέσα και κάπου εκεί ανάμεσά τους, μια κυρία που προσπαθούσε να τους επιβάλει την ύπαρξή της, σχεδόν έπεσε επάνω μου, για να σταματήσει αμέσως και να κοιτάξει προς την κατεύθυνση που πήγαινα.
«Θα σε φτιάξω εσένα, θα δεις!!» μια φωνή διαπέρασε το βουητό των αυτοκινήτων φτάνοντας στα αυτιά μας και το μυαλό μου την συνέλαβε παραλλάσσοντας τον Ελύτη από το «Απογοήτευσις υπό το μηδέν», και χρωματίζοντάς την με ένα κι όμως «κατά βάθος τίποτε άλλο δεν είναι, παρά ο χαμός μια φωνή απ’το κενό». Όρθιος με ένα λοστό στο χέρι ο νεαρός άνδρας που μόλις λίγα λεπτά νωρίτερα είχε φερθεί τόσο πολιτισμένα σε μένα, φώναζε και χειρονομούσε σε κάποιον που τρέχοντας, διέκοπτε την ροή των διερχόμενων αυτοκινήτων για να περάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο και να σταματήσει εκεί που μέχρι λίγους μήνες νωρίτερα, το κατάστημα ρούχων «Στρογγυλός» είχε την έδρα του.
«Παιδαρά, ε παιδαρά» φώναζε ξανά και ξανά μπερδεύοντας μερικές έννοιες στο μυαλό του και τεντώνοντας το χέρι που κρατούσε το όπλο του. Δίπλα του κάποιος φίλος του, τον κρατούσε και μάλλον προσπαθούσε να τον ηρεμήσει. Οι άνθρωποι τον κοιτούσαν λίγο παραξενεμένοι και λίγο αδιάφοροι και αν κάποιος τους παρατηρούσε πιο προσεκτικά ίσως να έβλεπε πως κάποιοι, ήταν και λίγο ενοχλημένοι από τις διαμαρτυρίες του ασκεπή τρελού.
«Αυτά είναι για σένα» είπα και φάνηκε να μην με αναγνώρισε.
«Ο παιδαράς, άντε από κει! Ο παιδαράς! ποιός νομίζει.. άντε από κει!»
«Έλα πάρτα, δύο κουλούρια είναι»
«Φχαριστώ»
«Τι έγινε;» ρώτησα αρκετά επιφυλακτικός βλέποντας πως ο άντρας βρισκόταν σε πλήρη έξταση, προσόμοια με αυτή των μαινάδων, αφού τα μάτια του γυάλιζαν, το κορμί του έτρεμε και ο τόνος της φωνής του βρυχόταν, πράγμα που σήμαινε πως δεν μπορούσα να προβλέψω και τις κινήσεις του και επιπλέον σκεπτόμενος πως κρατάει στο χέρι του τον αυτοσχέδιο εκείνο λευκό λοστό, ένιωθα αρκετά εκτεθειμένος απέναντι στον όποιο κίνδυνο και πολύ κοντά στην επιβεβαίωση της παροιμίας «πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος».
«Ο παιδαράς.. φχαριστώ για το φαΐ.» με κοίταξε με βλέμμα χαμένο. Τίποτε άλλο και η ζωή στους δρόμους παρά αφόρητη χαρακιά στην πέτρα της ψυχής, θα έλεγε ξανά ο Ελύτης σε μια ακόμα παραλλαγή.
«Τι σου έκανε;»
«Ήρθε να βγάλει βίντεο χωρίς να ρωτήσει. Χωρίς να ρωτήσει. Ο παιδαράς!»
«Έντάξει όλα καλά, έφυγε.» είπα την ώρα που ο φίλος του, του τράβηξε το όπλο από το χέρι χωρίς να καταφέρει όμως να του το αποσπάσει.
«Ο παιδαράς… ουστ! Φχαριστώ.»
«Όλα καλά, τελείωσε, έφυγε» είπα ξανά, απολογούμενος μέσα μου για την οπτική του κόσμου στον οποίο αναφέρεται ο Βάρναλης. Γύρισα και τον κοίταξα και αμέσως μετά κοίταξα ασυναίσθητα την κυρία που περίμενε στο φανάρι των πεζών ακριβώς μπροστά μας, κρατώντας στα χέρια της μερικά ακριβά αξεσουάρ, ένα από αυτά και ο κατα πολύ νεώτερός της κύριος που στεκόταν δίπλα της με ύφος καλοπιασμένου αρχοντοχωριάτη. Κοίταζαν και οι δύο κάτω από τα γυαλιά τους την ώρα που ο Ιορδάνης έδινε στον κόσμο τους ένα ακόμα μεγάλο χαστούκι.
«Δεν είμαι αξιοθέατο»